- ανομοιόσχημος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει το ίδιο σχήμα με έναν άλλο: Τα σπίτια εδώ έχουν επίτηδες χτιστεί ανομοιόσχημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανομοιόσχημος — η, ο (Α ἀνομοιόσχημος, ον και ἀνομοιοσχήμων, ον) διαφορετικός κατά το σχήμα, τη μορφή νεοελλ. αυτός που συγκροτείται από ανόμοια κατά το σχήμα μέρη … Dictionary of Greek
ετερόρρυθμος — η, ο (Α ἑτερόρρυθμος, ον και ιων. τ. ἑτερόρρυσμος, ον) αυτός που έχει ρυθμό διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή διαφορετικό από τον ρυθμό ενός άλλου νεοελλ. 1. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόσχημος 2. φρ. α) «ετερόρρυθμη εταιρεία»… … Dictionary of Greek